τρεμάμενος

τρεμάμενος
η , ο дрожащий;

με τρεμάμενη φωνή — дрожащим голосом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τρεμάμενος" в других словарях:

  • τρεμάμενος — η, ο, Ν αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε άμενος τών ρ. σε αμαι (πρβλ. τρεχ άμενος)] …   Dictionary of Greek

  • τρεμάμενος — η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιαστός: Με τρεμάμενα χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομαλεόφωνος — ον, Α αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος]. τρομάμενος, η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής μτχ. τρεμάμενος, κατ επίδραση τού… …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρεμουλιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που πάσχει από τρεμούλιασμα των άκρων, τρεμάμενος: Τρεμουλιάρης γέρος. 2. αυτός που εύκολα τον πιάνει ανατριχίλα: Είναι τρεμουλιάρα, όταν βλέπει ποντικό. 3. πολύ δειλός: Δεν κάνει για πολεμιστής· είναι τρεμουλιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεμουλιαστός — τρεμουλιαστός, ή, ό και τρεμουλιαχτός, ή, ό επίρρ. ά τρεμάμενος, αυτός που τρεμουλιάζει: Τρεμουλιαστή φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»